εὐπαθῇ

εὐπαθῇ
εὐπαθέω
enjoy oneself
pres subj mp 2nd sg
εὐπαθέω
enjoy oneself
pres ind mp 2nd sg
εὐπαθέω
enjoy oneself
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐπαθῆ — εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπαθής enjoying good things masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπαθής enjoying good things masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …   Dictionary of Greek

  • ζίου-ζίτσου — είδος ιαπωνικής πάλης, αμυντική μέθοδος κατά την οποία καταφέρονται πλήγματα στα ευπαθή κυρίως μέρη τού σώματος τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jiu jitsu < ιαπων. ju jutsu < ju «ευγένεια» + jutsu «τέχνη, ικανότητα, δεξιοτεχνία»] …   Dictionary of Greek

  • μυκητίαση — (Ιατρ.). Νόσος που οφείλεται στη δράση μυκήτων επί του ανθρώπινου οργανισμού ή επί κατοικίδιων κυρίως ζώων. Η συχνότερη και ελαφρότερη μ. είναι αυτή που προσβάλλει τις τρίχες (τριχοφυτίαση) και την επιδερμίδα (επιδερμοφυτίαση)· βαρύτερες είναι οι …   Dictionary of Greek

  • ομοσπονδία — Με τον όρο ο. δηλώνονται σχέσεις ιδιωτικές και σχέσεις δημόσιες. Στον ιδιωτικό τομέα ο. είναι η ένωση σωματείων (εργατικών, αθλητικών) ή συνεταιρισμών που επιδιώκουν κοινούς σκοπούς, και η συνομοσπονδία είναι ένωση τέτοιων ο.· και η μια και η… …   Dictionary of Greek

  • οψωνίνη — η συν. στον πληθ. οι οψωνίνες βιοχ. ιατρ. φυσικά αντισώματα τού ορού τού αίματος τα οποία καθιστούν τα μικρόβια που εισδύουν στον οργανισμό ευπαθή στη φαγοκυττάρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opsonin < λατ. opsonium < ὀψώνιον… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόκοκκος — Γένος εντόμων της οικογένειας των κοκκοειδών. Περιλαμβάνει μερικά επιβλαβή είδη, που προκαλούν τη βαμβακίαση των εσπεριδοειδών. Ο ψ. ή δακτυλόβιος, είναι σκεπασμένος από ένα είδος χιτώνα και εκκρίνει μια κηρώδη ύλη, που προκαλεί μεγάλες ζημιές… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • Γιανγκ, Τόμας — (Thomas Young, Μίλβερτον 1773 – Λονδίνο 1829). Άγγλος φυσικός, γιατρός και αιγυπτιολόγος. Ο Γ. ήταν προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες και υπήρξε παιδί θαύμα. Σε ηλικία δύο ετών άρχισε να διαβάζει και στα τέσσερα μπορούσε με άνεση να… …   Dictionary of Greek

  • γυμνωτός — Ψάρι της οικογένειας των ηλεκτροφοριδών που ζει στη Νότια Αμερική, κυρίως στις λεκάνες των ποταμών Ορινόκου και Αμαζόνιου. Ονομάζεται και ηλεκτροφόροχέλι, γιατί στο πίσω μέρος του σώματός του έχει όργανα, με τα οποία παράγει ηλεκτρικές εκκενώσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”